- τετραχορδικός
- τετρᾰ-χορδικός, ή, όν,A of or belonging to the tetrachord, Plu.2.1145c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραχορδικός — ή, όν, Α [τετράχορδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τετράχορδο … Dictionary of Greek
τετραχορδικῶν — τετραχορδικός of fem gen pl τετραχορδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχορδικαί — τετραχορδικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)